τρέμω

τρέμω
1. αμτβ., ταράζομαι από αλλεπάλληλες μικρές κινήσεις, τουρτουρίζω, ανατριχιάζω: Τρέμουν τα χέρια του. – Τρέμει, όταν αηδιάζει.
2. ταράζομαι από φόβο, δειλιάζω: Τρέμω, όταν συλλογίζομαι το θάνατο.
3. αγωνιώ, ανησυχώ: Τρέμει για την υγεία του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τρέμω — βλ. πίν. 1 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: τρέμω : με τη σημασία → αυτός που τρέμει απαντάται η μτχ. τρεμάμενος …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τρέμω — tremble pres subj act 1st sg τρέμω tremble pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρέμω — ΝΜΑ 1. ταράζομαι από αλλεπάλληλες κινήσεις, σείομαι (α. «έτρεμε ο τόπος από τον σεισμό» β. «τρέμει ή φωνή», Αριστοτ.) 2. παθαίνω τρεμούλα από αδυναμία, από κρύο ή από πυρετό (α. «έτρεμε σαν το ψάρι» β. «ἡ δὲ γυνὴ φοβηθεῑσα καὶ τρέμουσα», ΚΔ) 3.… …   Dictionary of Greek

  • τρέμον — τρέμω tremble pres part act masc voc sg τρέμω tremble pres part act neut nom/voc/acc sg τρέμω tremble imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) τρέμω tremble imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρέμετε — τρέμω tremble pres imperat act 2nd pl τρέμω tremble pres ind act 2nd pl τρέμω tremble imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρέμῃ — τρέμω tremble pres subj mp 2nd sg τρέμω tremble pres ind mp 2nd sg τρέμω tremble pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλαφροτρέμω — τρέμω ελαφρά, λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + τρέμω] …   Dictionary of Greek

  • τρεμόντων — τρέμω tremble pres part act masc/neut gen pl τρέμω tremble pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρέμε — τρέμω tremble pres imperat act 2nd sg τρέμω tremble imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρέμει — τρέμω tremble pres ind mp 2nd sg τρέμω tremble pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”